καταπηδώ

καταπηδώ
καταπηδῶ, -άω (AM)
πηδώ κάτω, από άλογο ή άλλο ζώο ή από υψηλότερο σημείο
μσν.
(για άλογο) πηδώ παίζοντας, αναπηδώ με χάρη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταπηδῶ — καταπηδάω leap down pres imperat mp 2nd sg καταπηδάω leap down pres subj act 1st sg (attic epic ionic) καταπηδάω leap down pres ind act 1st sg (attic epic ionic) καταπηδάω leap down pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) καταπηδάω leap… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επικαταπηδώ — ἐπικαταπηδῶ, άω (Α) [καταπηδώ] πηδώ πάνω σε κάτι («ἐπικαταπηδῶντες εἰς τὰ σκάφη», Ιώσ.) …   Dictionary of Greek

  • καταίρω — καταίρω, αιολ. τ. καταέρρω (Α) 1. απέρχομαι, εφορμώ 2. (για πρόσ.) καταπηδώ 3. (για πτηνά) πετώ προς τα κάτω 4. (για πλοία) φθάνω στο λιμάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αἴρω «σηκώνω»] …   Dictionary of Greek

  • καταπήδηση — η (Μ καταπήδησις) [καταπηδώ] πήδημα από πάνω προς τα κάτω νεοελλ. το τμήμα τής τροχιάς τού άλματος από τη στιγμή που τα πόδια αγγίζουν πάλι το έδαφος μετά το άλμα ώς τη στιγμή που ο άλτης θα επανέλθει στην αρχική στάση τής προσοχής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”